- πολυγενῶν
- πολυγενήςof many familiesmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλύσχης — Στη γεωλογία, όρος της γερμανοελβετικής διαλέκτου (flysch), που σημαίνει «έδαφος που ολισθαίνει». Χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά για να χαρακτηριστεί ένας ιδιαίτερος, κρητιδοπαλιογενής σχηματισμός των βόρειων Άλπεων, ενώ σήμερα αρχίζει να… … Dictionary of Greek